- δραπετεύσεις
- δρᾱπετεύσεις , δραπετεύωrun awayaor subj act 2nd sg (epic)δρᾱπετεύσεις , δραπετεύωrun awayfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουλοπάροικοι — Αγροτική κοινωνική τάξη που διαμορφώθηκε κυρίως την περίοδο του Μεσαίωνα. Από τον 4o αι. μ.Χ. και ύστερα, με την επιδείνωση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι αγρολήπτες και αγρομισθωτοί, δηλαδή οι ελεύθεροι… … Dictionary of Greek
Τάμπμαν, Χάριετ — (Tubman, 1820 – 1913). Νέγρα αγωνίστρια κατά της δουλείας. Το 1849 δραπέτευσε και πήρε ενεργά μέρος στον αγώνα για την κατάργηση της δουλείας. Ανήκε στην οργάνωση Υπόγεια σιδηροδρομική γραμμή η οποία ασχολήθηκε κυρίως με τις δραπετεύσεις νέγρων… … Dictionary of Greek